past continuous

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
past continuous → δείτε τις λέξεις past και continuous

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

past continuous (en) (μη μετρήσιμο)

  • (γραμματική) ο αόριστος διαρκείας, ο χρόνος ρήματος στα αγγλικά που δηλώνει κάτι έγινε στο παρελθόν εξακολουθητικά ή επαναλαμβανόμενα. Αντίστοιχο με τον ελληνικό παρατατικό.
    • Στην ενεργητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με το ρήμα be (με κλίση) + ενεργητική μετοχή του ρήματος.
      I was swimming when I saw the shark.
      Κολυμπούσα όταν είδα τον καρχαρία.
      He was exercising daily.
      Γυμναζόταν καθημερινά.
    • Στην παθητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με το ρήμα be (με κλίση) + being + παθητική μετοχή του ρήματος
      The car was being washed weekly.
      Το αυτοκίνητο πλενόταν κάθε εβδομάδα.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]