pedica
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pedica < pes < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pṓds
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pedica θηλυκό
- νέα ελληνική: → δείτε τη λέξη πέδικλο
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pedica | pedicae |
γενική | pedicae | pedicārum |
δοτική | pedicae | pedicīs |
αιτιατική | pedicam | pedicās |
κλητική | pedica | pedicae |
αφαιρετική | pedicā | pedicīs |