permis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]permis (fr) αρσενικό (πληθυντικός: permis)
- άδεια (συγκατάνευση για κάτι)
Μετοχή
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
permis | permiss |
permis (fr) αρσενικό
- μετοχή παρακειμένου του ρήματος permettre, επιτρεπτός
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]permis (ro)