permis

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

permis (fr) αρσενικό (πληθυντικός: permis)

Μετοχή

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
permis permiss

permis (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

permis (ro)

  1. άδεια