plural
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- (γραμματική) πληθυντικός αριθμός
- ⮡ a plural verb - ρήμα πληθυντικού αριθμού
- ⮡ There are nouns that appear only in the singular or only in the plural.
- Υπάρχουν ουσιαστικά που εμφανίζονται μόνο στον ενικό ή μόνο στον πληθυντικό αριθμό.