pour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | pour |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pours |
αόριστος | poured |
παθητική μετοχή | poured |
ενεργητική μετοχή | pouring |
Ρήμα
[επεξεργασία]pour (en)
- χύνω (υγρό σε δοχείο)
- χύνομαι, ξεχύνομαι
- (αμετάβατο) εισρέω, έρχονται ή πηγαίνουν κάπου συνεχώς σε μεγάλους αριθμούς
Πηγές
[επεξεργασία]- pour - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 265. ISBN 9780194325684., λήμμα: εισρέω
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]pour (fr)