precede
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | precede |
γ΄ ενικό ενεστώτα | precedes |
αόριστος | preceded |
παθητική μετοχή | preceded |
ενεργητική μετοχή | preceding |
Ρήμα
[επεξεργασία]precede (en)
- προηγούμαι
- ↪ Which symptoms precede the disease?
- Ποια συμπτώματα προηγούνται της ασθένειας;
- ↪ Which symptoms precede the disease?