rubidio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rubidio | rubidioj |
αιτιατική | rubidion | rubidiojn |
rubidio (eo)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: ρουβίδιο
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- rubidio < νεολατινική rubidium
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rubidio (it) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: ρουβίδιο
Πηγές
[επεξεργασία]- rubidio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).