read

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

read (en) (μόνο ενικός, ανεπίσημο)

  • το ανάγνωσμα
    ⮡  It is an inviting read.
    Είναι ένα ελκυστικό ανάγνωσμα.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας read
γ΄ ενικό ενεστώτα reads
αόριστος read
παθητική μετοχή read
ενεργητική μετοχή reading
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

read (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) διαβάζω, αναγινώσκω
    ⮡  Will you read me a story?
    Θα μου διαβάσεις μια ιστορία;
    ⮡  read messages - διαβασμένα/αναγνωσμένα μηνύματα
  2. (μεταβατικό) λέω, για ένα γράψιμο, είναι γραμμένο με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  The will reads as follows.
    Η διαθήκη λέει τα εξής.
  3. (μεταβατικό) λέω, παίρνω πληροφορίες από μια συσκευή μέτρησης
    ⮡  What does the thermometer read today?
    Τι λέει το θερμόμετρο σήμερα;