saprophage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
saprophage < sapro- + -phage

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sapʁɔfaʒ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
saprophage saprophages

saprophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό