snap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | snap |
γ΄ ενικό ενεστώτα | snaps |
αόριστος | snapped |
παθητική μετοχή | snapped |
ενεργητική μετοχή | snapping |
Ρήμα
[επεξεργασία]snap (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τσακίζω, σπάω απότομα κάνοντας ήχο
- ⮡ The strong wind snapped the branches off the tree./The strong wind snapped the tree branches.
- Ο δυνατός αέρας τσάκισε τα κλαδιά των δέντρων.
- ⮡ The strong wind snapped the branches off the tree./The strong wind snapped the tree branches.
- στρακάρω, κάνω στράκα, σχίζω τον αέρα με συριμό ο οποίος - κατά την κρούση σε επιφάνεια - διακόπτεται από σύντομο κρότο
- αρπάζω με τα δόντια, δαγκώνω, τσιμπώ
- τα παίρνω στο κρανίο, ξεσπώ νευρωτικά και θυμωμένα, παίρνω ανάποδες, έχω κρίση εκνευρισμού