snap

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας snap
γ΄ ενικό ενεστώτα snaps
αόριστος snapped
παθητική μετοχή snapped
ενεργητική μετοχή snapping

snap (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) τσακίζω, σπάω απότομα κάνοντας ήχο
    ⮡  The strong wind snapped the branches off the tree./The strong wind snapped the tree branches.
    Ο δυνατός αέρας τσάκισε τα κλαδιά των δέντρων.
  2. στρακάρω, κάνω στράκα, σχίζω τον αέρα με συριμό ο οποίος - κατά την κρούση σε επιφάνεια - διακόπτεται από σύντομο κρότο
  3. αρπάζω με τα δόντια, δαγκώνω, τσιμπώ
  4. τα παίρνω στο κρανίο, ξεσπώ νευρωτικά και θυμωμένα, παίρνω ανάποδες, έχω κρίση εκνευρισμού

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]