soleil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- soleil < soleilz < δημώδης λατινική soliculus < sol
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
soleil | soleils |
soleil (fr) αρσενικό
- ο ήλιος