spring
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spring | springs |
spring (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η άνοιξη, ανοιξιάτικος
- ↪ The air smells of spring.
- Ο αέρας μυρίζει άνοιξη.
- ↪ He sat in the garden taking in the warm spring sunshine.
- Καθόταν στον κήπο κι απολάμβανε τη ζέστη ανοιξιάτικη λιακάδα.
- ↪ The air smells of spring.
- η πηγή νερού
- ↪ hot/healing springs - θερμές/ιαματικές πηγές
- το ελατήριο
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | spring |
γ΄ ενικό ενεστώτα | springs |
αόριστος | sprang, sprung |
παθητική μετοχή | sprung |
ενεργητική μετοχή | springing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
spring (en)
- (αμετάβατο) αναπηδώ, πηδάω, τινάζομαι, πετιέμαι, για άτομο ή ζώο που κάνει απότομη κίνηση σε ιδιαίτερη κατεύθυνση
- ↪ I spring to my feet.
- Αναπηδώ όρθιος.
- ↪ He sprang behind a tree.
- Πήδηξε πίσω από ένα δέντρο.
- ↪ He sprang up out of fear.
- Τινάχτηκε από φόβο.
- ↪ The tiger sprang at the zebra.
- Η τίγρη τινάχτηκε πάνω στη ζέβρα.
- ↪ He sprang out of his chair./He sprang from his chair.
- Πετάχτηκε από την καρέκλα του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη jump
- ↪ I spring to my feet.
- (αμετάβατο) τινάζομαι, αποδεσμεύω, για ένα αντικείμενο που κινείται ξαφνικά και βίαια
- ↪ The branch sprung back and hit me in the face.
- Το κλαδί τινάχτηκε πίσω και με χτύπησε στο πρόσωπο.
- ↪ The lid sprang open/sprung closed.
- Το καπάκι άνοιξε βίαια/έκλεισε ξαφνικά.
- ↪ The branch sprung back and hit me in the face.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- spring (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- spring (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 53-54, 277, 695, 700-701. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπηδώ, ελατήριο, πετάγομαι, πηδώ