together

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

together (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μαζί, με ή κοντά σε κάποιον ή κάτι άλλο
    They left together.
    Έφυγαν μαζί.
    They always go out together.
    Βγαίνουν πάντα μαζί.
  2. μαζί, για να δύο ή περισσότερα πράγματα να αγγίζουν ή να ενώνονται ή να συνδυάζονται
    Tie the ends together.
    Δέσε τις άκρες μαζί.
    These facts, together with the new evidence, convinced me.
    Αυτά τα γεγονότα, μαζί με τις νέες αποδείξεις, μ' έπεισαν.
    I fit together the two pieces of wood.
    Ένωσα τα δυο κομμάτια ξύλο.
    They all came together against me.
    Όλοι ενώθηκαν εναντίον μου.
    If you piece together all these details…
    Αν συνδυάσεις όλες αυτές τις λεπτομέρειες…
    These two colors go together nicely.
    Αυτά τα δύο χρώματα συνδυάζονται ωραία.
  3. έχω δεσμό, για δύο άτομα που έχουν στενή σχέση, για παράδειγμα γάμο
    I’m not together with him.
    Δεν έχω δεσμό μαζί του.
    He is together with so-and-so./He and so-and-so are together.
    Έχει σχέσεις με τον/την τάδε.
  4. μαζί, συγχρόνως
    Don’t speak all together.
    Μη μιλάτε όλοι μαζί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη simultaneously

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]