trap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
trap | traps |
trap (en)
- η παγίδα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | trap |
γ΄ ενικό ενεστώτα | traps |
αόριστος | trapped |
παθητική μετοχή | trapped |
ενεργητική μετοχή | trapping |
trap (en)
- παγιδεύω, παγιδεύομαι
- ⮡ I trapped an animal - παγίδευσαν ένα ζώο
- ⮡ we were trapped in the elevator - παγιδευτήκαμε στο ασανσέρ