vit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αλβανικά (sq)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vit (sq)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vit | vits |
vit (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο ή λόγιο) το πέος
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]vit (fr)
- → δείτε τη λέξη vivre
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vit (sv)