want
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
want | wants |
want (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | want |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wants |
αόριστος | wanted |
παθητική μετοχή | wanted |
ενεργητική μετοχή | wanting |
want (en)
- θέλω
- (επίσημο) μου λείπει κάτι
- ↪ Your family will want for nothing.
- Δε θα λείψει τίποτα στην οικογένειά σου.
- ↪ Your family will want for nothing.
Πηγές
[επεξεργασία]- want (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- want (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λείπω