έκτοτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἔκτοτε

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έκτοτε < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκτοτε < ἐκ + τότε

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈe.kto.te/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐κτο‐τε
παλιότερος συλλαβισμός: έκ‐το‐τε

Επίρρημα

[επεξεργασία]

έκτοτε (χρονικό επίρρημα)

  • από τότε, από ένα χρονικό σημείο στο παρελθόν και μετά
    ※  Η χρήση πολλαπλών γλωσσών για τους σκοπούς της επικοινωνίας — η οποία περιλαμβάνει φυσικά τη μετάφραση — αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ΕΕ από τα σπάργανά της. Κατοχυρώθηκε ήδη με τον πρώτο κανονισμό της ΕΕ, ο οποίος εγκρίθηκε το 1958. Έκτοτε, ο αριθμός των επίσημων γλωσσών της ΕΕ αυξήθηκε από 4 σε 24, καθώς και άλλες χώρες προσχώρησαν στην ΕΕ
    «Διαγωνισμός νεαρών μεταφραστών και μεταφραστριών της ΕΕ …» @ec.europa.eu Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2021.03.11.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]