μυριο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μυριο- < αρχαία ελληνική μυριο- < μύριοι / μυρίος
Πρόθημα
[επεξεργασία]μυριο-
- αʹ συνθετικό που δίνει στη σύνθετη λέξη τη σημασία ότι αυτό που δηλώνει το βʹ συνθετικό γίνεται πολλές φορές, σε μεγάλο βαθμό ή υφίσταται σε πολλά αντίτυπα ή εκδοχές
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μυριο-
|