παίρνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: περνώ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παίρνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παίρνω < ἐπαίρνω < αρχαία ελληνική ἐπαίρω (υψώνω, εγείρω) < ἐπί (ἐπ-) + αἴρω (σηκώνω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpeɾ.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παίρ‐νω
τονικό παρώνυμο: περνώ

παίρνω, πρτ.: έπαιρνα, αόρ.: πήρα, παθ.φωνή: παίρνομαι, π.αόρ.: πάρθηκα, μτχ.π.π.: παρμένος

  1. κινώ τα χέρια μου, ώστε να κρατάω ένα αντικείμενο που δεν κρατούσα, αρπάζω ή πιάνω κάτι
    Είναι καλό παιδί, παίρνει το σκουπίδι από το πάτωμα και το πετά στο καλάθι απορριμάτων.
  2. αποκτώ κάτι από κάποιον, το κατέχω
    Γιατί παίρνεις πάντα λαχανικά από το σουπερμάρκετ και όχι από τη λαϊκή;
    Παίρνω τρεις βδομάδες άδεια το χρόνο ενώ ο φίλος μου ένα μήνα.
  3. λαμβάνω, γίνομαι παραλήπτης κάποιου πράγματος
    Παίρνει γράμμα από το στρατευμένο της αδερφό κάθε 2-3 μέρες.
  4. φέρνω, έχω κοντά μου όταν πάω κάπου
    Είναι λίγο ιδιόρρυθμος τύπος... πχ. παίρνει το σκύλο μαζί του και στο γραφείο.
  5. προσλαμβάνω κάποιον για εργασία
    Ποιος θα με πάρει για τη θέση χωρίς να έχω επαγγελματική εμπειρία;
  6. (για φάρμακο) καταπίνω, καταναλώνω
    Ο πατέρας μου παίρνει 5-6 χάπια κάθε μέρα, δεν ξέρω πως τα καταφέρνει έτσι.
  7. αντιλαμβάνομαι ή αντιμετωπίζω κάτι με ορισμένο τρόπο
    Παίρνει στα σοβαρά τις σπουδές της.
    μην το πάρεις προσωπικά, αλλά...
  8. υλοποιώ, πραγματοποιώ
    Η κυβέρνηση θα πάρει πιο τολμηρά μέτρα για τη μείωση της εγκληματικότητας.
  9. παντρεύομαι
    ※  Θα πάρει έναν καλόν άνθρωπο, που την αγαπά και τον αγαπάει.
    Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Μαρία Πάρνη, 1950 [μυθιστόρημα], επανέκδοση του: «Ο προορισμός της Μαρίας Πάρνη» στην τριλογία Γερές και αδύναμες γενεές (1933)
  10. (για συγκοινωνιακό μέσο) το χρησιμοποιώ για να μετακινηθώ
    Παίρνω το λεωφορείο για να πάω στη δουλειά.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • (Χρειάζεται όλα τα συγγενικά - κεντρικό ετυμολογικό πεδίο)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]