ψωμί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ψώμι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψωμί τα ψωμιά
      γενική του ψωμιού των ψωμιών
    αιτιατική το ψωμί τα ψωμιά
     κλητική ψωμί ψωμιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ποικιλίες ψωμιού.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψωμί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψωμί < μεσαιωνική ελληνική ψωμίν < μεσαιωνική ελληνική ψωμίον (κομματάκι) < ελληνιστική κοινή ψωμίον < αρχαία ελληνική ψωμός (μπουκιά ψωμιού, κομμάτι τροφής) < θέμα ψω- του ρήματος *ψήω (τρίβω)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /psoˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψωμί
τονικό παρώνυμο: ψώμι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψωμί ουδέτερο

  1. (τρόφιμο) είδος φαγητού που φτιάχνεται από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, και ψήνεται στον φούρνο, ο άρτος
    που δε ζει κανείς μόνο με ψωμί και νερό!
  2. το μεροκάματο
    δουλεύει για να βγάλει το ψωμί του.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ψωμί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψωμί < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ψωμίον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψωμί ουδέτερο

  • ψωμί
    ※  13ος αιώνας - Γεώργιος Ακροπολίτης, Epistula ad Joannem Tornicem, @catholiclibrary.org
    Ἐπιστολὴ τοῦ σοφωτάτου μεγάλου λογοθέτου γραφεῖσα πρὸς τὸν περιπόθητον συμπενθερὸν τοῦ κραταιοῦ καὶ ἁγίου ἡμῶν αὐθέντου καὶ βασιλέως παντευτυχέστατον σεβαστοκράτορα κύριν Ἰωάννην τὸν Τορνίκην, γράψαντα αὐτῷ μετρίως καὶ φιλικῶς ὅτι "ψευδῶς κάθησαι καὶ τρώγεις τὸ ψωμὶ τοῦ βασιλέως ἐντὸς τῆς Κωνσταντίνου πόλεως· τὴν δουλείαν γάρ, ἥντινα ποιεῖς σύ, δύναμαι ἐλθεῖν καὶ ἐκπληροῦν καὶ αὐτός, ἤγουν ἑρμηνεύειν τοὺς παῖδας τὸ ὄργανον καὶ τὰς τοῦ σεκρέτου διεξάγειν ὑποθέσεις."
    ※  16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Γ', στίχ. 559 (557-560)
    Τὴ μοναξὰ ἔχω συντροφιά, τὰ κλάηματα δροσά μου,
    τὰ συχναναστενάματα μοῦ θρέφου τὴν καρδιά μου.
    Ψωμί μουδ᾽ ἄλλο φαητό στὸ στόμα μου δὲ μπαίνει,
    μὰ τ᾿ ὄνομά σου τὸ γλυκύ λέγοντας μὲ χορταίνει.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 143
    ※  16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Α', στίχ. 383 (379-384)
    Δύο τρεῖς χιλιάδες πρόβατα στὸ μερτικό μου ἐπῆρα
    ἀποὺ τ᾿ ἀδερφομοίρι μου ὅξω ἀποὺ τὰ στεῖρα
    μὲ τὰ κουδούνια τ᾿ ἀργυρὰ κι᾿ ὅλα σοῦ τὰ χαρίζω,
    ἀνέναι καὶ νὰ κάτεχα στό ᾿στερο νὰ γυρίζω
    νὰ διακονοῦμαι τὸ ψωμί, ἂν κάμης τὴν κερά μου
    νὰ δώση τέλος γλήγορα στὰ παραδάρματά μου.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 81

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]
  • ψωμί (ονομαστική και αιτιατική ενικού)