νεκρικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]νεκρικός • (nekrikós) m (feminine νεκρική, neuter νεκρικό)
- death
- funeral
- (figuratively) deathly, dead
- νεκρική σιγή ― nekrikí sigí ― deathly silence
Declension
[edit]Declension of νεκρικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νεκρικός • | νεκρική • | νεκρικό • | νεκρικοί • | νεκρικές • | νεκρικά • |
genitive | νεκρικού • | νεκρικής • | νεκρικού • | νεκρικών • | νεκρικών • | νεκρικών • |
accusative | νεκρικό • | νεκρική • | νεκρικό • | νεκρικούς • | νεκρικές • | νεκρικά • |
vocative | νεκρικέ • | νεκρική • | νεκρικό • | νεκρικοί • | νεκρικές • | νεκρικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο νεκρικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο νεκρικός, etc.) |
Related terms
[edit]- νεκρική ακαμψία f (nekrikí akampsía, “rigor mortis”)
- and see: νεκρός m (nekrós, “death”)