νευρογενής ανορεξία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]νευρογενής ανορεξία • (nevrogenís anorexía) f (uncountable)
- (medicine) anorexia nervosa
- Synonym: νευρική ανορεξία (nevrikí anorexía)
Further reading
[edit]- νευρογενής ανορεξία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el