investigate: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
 
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από τον ίδιο χρήστη δεν εμφανίζεται)
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
==={{ρήμα|en}}===
==={{ρήμα|en}}===
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
* [[ερευνώ]], [[διερευνώ]], διεξάγω αστυνομική έρευνα
# {{μτβ+αμτβ}} [[ερευνώ]], [[διερευνώ]], διεξάγω αστυνομική έρευνα
*: {{eg}} ''The scientists '''are investigating''' why the experiment failed.''
#: {{eg}} ''The matter '''is being investigated'''.''
#:: Η υπόθεση '''ερευνάται'''.
*:: Οι επιστήμονες '''ερευνούν''' γιατί το πείραμα απέτυχε.
# {{μτβ}} [[ερευνώ]], ανακαλύπτω πληροφορίες και γεγονότα για ένα θέμα ή πρόβλημα με έρευνα
#: {{eg}} ''The scientists '''are investigating''' why the experiment failed.''
#:: Οι επιστήμονες '''ερευνούν''' γιατί το πείραμα απέτυχε.


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====

Τελευταία αναθεώρηση της 02:49, 24 Ιουλίου 2024

ενεστώτας investigate
γ΄ ενικό ενεστώτα investigates
αόριστος investigated
παθητική μετοχή investigated
ενεργητική μετοχή investigating

investigate (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ερευνώ, διερευνώ, διεξάγω αστυνομική έρευνα
    The matter is being investigated.
    Η υπόθεση ερευνάται.
  2. (μεταβατικό) ερευνώ, ανακαλύπτω πληροφορίες και γεγονότα για ένα θέμα ή πρόβλημα με έρευνα
    The scientists are investigating why the experiment failed.
    Οι επιστήμονες ερευνούν γιατί το πείραμα απέτυχε.

Συγγενικά

[επεξεργασία]