investigate
Αγγλικά (en)
ενεστώτας | investigate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | investigates |
αόριστος | investigated |
παθητική μετοχή | investigated |
ενεργητική μετοχή | investigating |
Ρήμα
investigate (en)
- ερευνώ, διερευνώ, διεξάγω αστυνομική έρευνα
- ↪ The scientists are investigating why the experiment failed.
- Οι επιστήμονες ερευνούν γιατί το πείραμα απέτυχε.
- ↪ The scientists are investigating why the experiment failed.