investigate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας investigate
γ΄ ενικό ενεστώτα investigates
αόριστος investigated
παθητική μετοχή investigated
ενεργητική μετοχή investigating

Ρήμα

investigate (en)

  • ερευνώ, διερευνώ, διεξάγω αστυνομική έρευνα
    The scientists are investigating why the experiment failed.
    Οι επιστήμονες ερευνούν γιατί το πείραμα απέτυχε.

Συγγενικά

Πηγές