investigate

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 08:19, 3 Ιανουαρίου 2012 από τον Luckas-bot (συζήτηση | συνεισφορές) (r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: de:investigate)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρήμα

investigate (en)

  • ερευνώ, διεξάγω αστυνομική έρευνα