Pandemie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Pandemie | die | Pandemien |
γενική | der | Pandemie | der | Pandemien |
δοτική | der | Pandemie | den | Pandemien |
αιτιατική | die | Pandemie | die | Pandemien |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Pandemie (de) θηλυκό