meter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
meter | meters |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]meter (en)
- αμερικανική γραφή του metre (η μονάδα του μήκους)
- μέτρο (όργανο)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]meter (es)