mimic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | mimic |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mimics |
αόριστος | mimicked |
παθητική μετοχή | mimicked |
ενεργητική μετοχή | mimicking |
Ρήμα
[επεξεργασία]mimic (en)
ενεστώτας | mimic |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mimics |
αόριστος | mimicked |
παθητική μετοχή | mimicked |
ενεργητική μετοχή | mimicking |
mimic (en)