ondemètre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ondemètre | ondemètres |
ondemètre (fr) αρσενικό
- συσκευή μέτρησης του μήκους κύματος μιας ραδιοηλεκτρικής εκπομπής