ondulé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ondulé | ondulés |
θηλυκό | ondulée | ondulées |
Επίθετο
[επεξεργασία]ondulé (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη onde