badly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | badly |
συγκριτικός | worse |
υπερθετικός | worst |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]badly (en)
- άσχημα, κακά, χωρίς επιδεξιότητα ή φροντίδα
- ⮡ He dances very badly.
- Χορεύει πολύ άσχημα.
- ⮡ This book is badly written.
- Αυτό το βιβλίο είναι κακά γραμμένο.
- ⮡ He dances very badly.
- άσχημα, κακά, ανεπιτυχώς
- ⮡ His business is going badly.
- Οι δουλειές του πάνε άσχημα.
- ⮡ The economic situation is developing very badly.
- Η κατάσταση στην οικονομία εξελίσσεται πολύ άσχημα.
- ⮡ You did very badly and didn’t send in notice in time.
- Πολύ κακά έκανες και δεν ειδοποίησες έγκαιρα.
- ⮡ His business is going badly.
- άσχημα, φρικτά, άθλια, με τρόπο που δεν είναι σωστός
- ⮡ He treated him badly.
- Του φέρθηκε άσχημα./Του συμπεριφέρθηκε φρικτά.
- ⮡ My boss treats me badly.
- Το αφεντικό μου μου συμπεριφέρεται άθλια.
- ⮡ He treated him badly.
- άσχημα, χρησιμοποιείται για να τονίσει πόσο σοβαρή είναι μια κατάσταση ή ένα γεγονός
- ⮡ He was very badly injured.
- Τραυματίστηκε πολύ άσχημα.
- ⮡ The brakes jammed and the car skidded badly.
- Τα φρένα κόλλησαν και το αυτοκίνητο ντεραπάρισε άσχημα.
- ⮡ He was very badly injured.
- πάρα πολύ, χρησιμοποιείται για να τονίσει πόσο θέλω, χρειάζομαι κτλ. κάποιον ή κάτι
- ⮡ I want it badly.
- Το θέλω πάρα πολύ.
- ⮡ I want it badly.
- με τρόπο που κάνει τους ανθρώπους να έχουν κακή γνώμη για κάποιον ή κάτι
- ⮡ Your behavior reflects badly on the school.
- Η συμπεριφορά σου δημιουργεί κακή εικόνα για το σχολείο.
- ⮡ I think badly of him.
- Έχω κακή γνώμη για αυτόν.
- ⮡ Your behavior reflects badly on the school.
- άσχημα, λυπάμαι ή ντρέπομαι για κάτι
- ⮡ He came to the party uninvited and I felt badly (for him).
- Ήρθε ακάλεστος στο πάρτι μου κι ένιωσα άσχημα.
- ⮡ I feel badly about what I said.
- Λυπάμαι για ό,τι είπα.
- ⮡ I feel badly for you.
- Σε λυπάμαι.
- ⮡ I feel badly that I did it./I feel badly about doing it.
- Ντρέπομαι που το έκανα.
- ⮡ He feels badly about his behavior.
- Ντρέπεται για το φέρσιμό του.
- ⮡ He came to the party uninvited and I felt badly (for him).