bidon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bidon < σκανδιναβική bida, βάζο
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bidon | bidons |
bidon (fr) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bidon | bidons |
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]bidon (eo)