cafea
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cafea (la) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cafea | cafeae |
γενική | cafeae | cafeārum |
δοτική | cafeae | cafeīs |
αιτιατική | cafeam | cafeās |
κλητική | cafea | cafeae |
αφαιρετική | cafeā | cafeīs |
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cafea (ro) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του cafea