cedro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cedro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cedro | cedroj |
αιτιατική | cedron | cedrojn |
cedro (eo)
- ο κέδρος
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cedro (it)
- ο κέδρος