creux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | creux | creux |
θηλυκό | creuse | creuses |
creux (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]creux (fr) αρσενικό