crevasse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
crevasse < δημώδης λατινική °crepacia < crepare

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crevasse crevasses

crevasse (fr) θηλυκό

  1. η χαράδρα, η σχισμή του εδάφους
  2. (ειδικότερα) η χαράδρα ενός παγετώνα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]