discontinue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

discontinue (en)

  1. σταματώ την παραγωγή ενός προϊόντος
    ※  Ford giving new thought to its plan to discontinue an S.U.V. (Ν.Υ Τimes, 28/10/2003)
    λείπει η μετάφραση
  2. καταργώ ή διακόπτω έναν κλάδο επιχειρηματικής δραστηριότητας, μια διοργάνωση, μια θεραπεία κλπ
    ※  Indiana State ... will discontinue intercollegiate competition in seven sports (Ν.Υ Τimes, 15/12/1981)
    λείπει η μετάφραση