dissiper
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- dissiper < λατινική dissipare
- ΔΦΑ : /di.si.pe/
- ⓘ (βοήθεια·αρχείο)
dissiper (fr)
- σκορπίζω, διαλύω
- le vent a dissipé les derniers nuages - ο άνεμος σκόρπισε τα τελευταία σύννεφα
- ≈ συνώνυμα: disperser
- σπαταλώ
- il a dissipé tous ses gains - σπατάλησε όλα του τα κέρδη
- ≈ συνώνυμα: dépenser, dilapider, gaspiller, prodiguer
- (μεταφορικά, λόγιο) καταστρέφω
- elle a dissipé sa santé - κατέστρεψε την υγεία της
- ≈ συνώνυμα: ruiner