dressing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dressing dressings

dressing (en)

  1. η σως, η σάλτσα
     συνώνυμα: sauce
  2. ο επίδεσμος
     συνώνυμα: bandage

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

dressing (en)



      ενικός         πληθυντικός  
dressing dressings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dressing (fr) αρσενικό

  1. το δωμάτιο ή χώρος ενός σπιτιού με γκαρνταρόμπα ή αποθηκευτικό χώρο ρούχων (βρίσκεται συχνά δίπλα στην κρεββατοκάμαρα)