eager
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | eager |
συγκριτικός | eagerer / more eager |
υπερθετικός | eagerest / most eager |
Επίθετο
[επεξεργασία]eager (en)
- που επιθυμεί ή επιδιώκει κάτι πολύ έντονα, πρόθυμος, ανυπόμονος, ενθουσιώδης
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- be eager to: ανυπομονώ να