ember

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ember embers

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɛmbə/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈɛm.bɚ/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ember (en) (συνήθως πληθυντικός)

  • η χόβολη, το πυρωμένο κάρβουνο, όχι φλεγόμενο
    ⮡  He’s roasting chestnuts/warming his hands on the embers.
    Ψήνει κάστανα/ζεσταίνει τα χέρια του στη χόβολη.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ember (hu)