ember
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ember | embers |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ember (en) (συνήθως πληθυντικός)
- η χόβολη, το πυρωμένο κάρβουνο, όχι φλεγόμενο
- ⮡ He’s roasting chestnuts/warming his hands on the embers.
- Ψήνει κάστανα/ζεσταίνει τα χέρια του στη χόβολη.
- ⮡ He’s roasting chestnuts/warming his hands on the embers.
Πηγές
[επεξεργασία]
Ουγγρικά (hu)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ember (hu)