entropie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
entropie entropies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

entropie (fr) θηλυκό