established

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪˈstæb.lɪʃt/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός established
συγκριτικός more established
υπερθετικός most established

established (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. καθιερωμένος, είναι σεβαστό ή έχει επίσημη κατάσταση επειδή υπάρχει ή χρησιμοποιείται για μεγάλο χρονικό διάστημα
    ⮡  established customs - καθιερωμένες συνήθειες
  2. στέρεος, επιβεβαιωμένος, τεκμηριωμένος
  3. (για θρησκείες) αναγνωρισμένος
  4. (λογισμικό) εγκατεστημένο
     συνώνυμα: installed

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

established (en)