grant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɡɹænt/ (αμερικανικό)
- ⓘ
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | grant |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grants |
αόριστος | granted |
παθητική μετοχή | granted |
ενεργητική μετοχή | granting |
grant (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grant | grants |
grant (en)
Παλαιά γαλλικά (fro)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]grant