index
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
index | indexes / indices |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]index (en)
- το ευρετήριο
- (ανθρώπινο σώμα) άλλη μορφή του index finger
- (μαθηματικά) μικρός χαρακτήρας κάτω από την θέση του κανονικού και κοντά σε αυτόν (πχ. x2).
- (πληροφορική) συνήθως αριθμός που προσδιορίζει τη θέσης πληροφορίας σε αποθηκευτικό μέσο (πχ. σκληρό δίσκο, μνήμη Η/Υ) ή τη θέση στοιχείου σε μια δομή ακολουθίας στοιχείων (πχ. πίνακα)
- Δείτε επίσης: offset
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- index στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
index | index |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]index (fr) αρσενικό
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- index < indico
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]index (la) αρσενικό