learning
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]learning (en)
- (μη μετρήσιμο) η μάθηση, η εκμάθηση
- ↪ Learning a foreign language is a slow process.
- Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας είναι αργή διαδικασία.
- ↪ Learning a foreign language is a slow process.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]learning (en)