press
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
press | presses |
press (en)
- (μη μετρήσιμο) ο τύπος
- ↪ the freedom of the press - η ελευθερία του τύπου
- ↪ the press campaign against me - η εκστρατεία του τύπου εναντίον μου
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το πιεστήριο
- ↪ printing press - τυπογραφικό πιεστήριο
- ↪ stop the presses - επί του πιεστηρίου
- (μετρήσιμο) η πίεση, η πράξη του πιέζω
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | press |
γ΄ ενικό ενεστώτα | presses |
αόριστος | pressed, prest |
παθητική μετοχή | pressed, prest |
ενεργητική μετοχή | pressing |
press (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πιέζω μέρος μιας συσκευής κτλ. για να λειτουργήσει
- ↪ I press a button.
- Πιέζω ένα κουμπί.
- ↪ I press the keys of a piano/a pedal.
- Πιέζω τα πλήκτρα ενός πιάνου/ένα πεντάλ.
- ↪ Which button do I press?
- Ποιο κουμπί πατάω;
- ↪ I press a button.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κολλάω πάνω κάποιου, σπρώχνω κάτι στενά ενάντια σε κάτι ή με σπρώχνει έτσι
- ↪ He pressed against her on the bus.
- Κόλλησε πάνω της μέσα στο λεωφορείο.
- ↪ He pressed against her on the bus.
- (μεταβατικό) πιέζω, σφίγγω, ασκώ έντονη πίεση σε κάποιον
- (μεταβατικό) βγάζω το χυμό από φρούτα ή λαχανικά χρησιμοποιώντας δύναμη ή βάρος
- ↪ I am pressing the juice out of a lemon.
- Βγάζω το χυμό από ένα λεμόνι.
- ↪ I am pressing the juice out of a lemon.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- press (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- press (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 460, 703, 857-858, 904-905. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, κολλώ, πιέζω, πίεση, πιεστήριο, σφίγγω, τύπος