prime
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | prime |
συγκριτικός | primer |
υπερθετικός | primest |
prime (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prime | primes |
prime (en)
- (μόνο ενικός) το άνθος, η περίοδο της ζωής μου που είμαι πιο δυνατός ή πιο επιτυχημένος
- ↪ He was struck down in the prime of his life.
- Χτυπήθηκε στο άνθος της ηλικίας του.
- ↪ He was struck down in the prime of his life.
Πηγές
[επεξεργασία]- prime (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- prime (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- prime (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 488, 757. ISBN 9780194325684., λήμμα: κύριος, πρωταρχικός
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prime | primes |
prime (fr) θηλυκό
- πριμοδότηση, πρόσθετη αμοιβή
- pour Noël, les employés ont reçu une prime - οι υπάλληλοι πήραν πριμοδότηση για τα Χριστούγεννα