productivité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
productivité productivités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

productivité (fr) θηλυκό