productivité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
productivité | productivités |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]productivité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
productivité | productivités |
productivité (fr) θηλυκό