prove

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας prove
γ΄ ενικό ενεστώτα proves
αόριστος proved
παθητική μετοχή proved, proven
ενεργητική μετοχή proving

prove (en)

  1. (μεταβατικό) αποδεικνύω, αποδείχνω, χρησιμοποιώ γεγονότα, στοιχεία κτλ. για να δείξω ότι κάτι είναι αλήθεια
    This letter proves that he is guilty.
    Αυτό το γράμμα αποδεικνύει ότι είναι ένοχος.
    The subsequent events proved that I was right.
    Τα μεταγενέστερα γεγονότα απόδειξαν όταν είχα δίκιο.
  2. (και proved to be) αποδεικνύομαι, αποδείχνομαι
    Upon inspection, the bills proved (to be) counterfeit.
    Μετά από έλεγχο τα χαρτονομίσματα αποδείχθηκαν πλαστά.
    The rumor proved true.
    Η φήμη αποδείχτηκε αληθινή.
    In the end, this man proved to be very useful for us.
    Τελικά ο άνθρωπος αυτός αποδείχτηκε πολύ χρήσιμος για μας.
     συνώνυμα: turn out
  3. (μεταβατικό) αποδεικνύω, αποδείχνω την αξία μου, δείχνω στους άλλους πόσο καλός είμαι στο να κάνω κάτι ή ότι είμαι ικανός να κάνω κάτι
    I proved myself.
    Απέδειξε την αξία μου.
    He proved himself.
    Αποδείχτηκε πολύ ικανός άνθρωπος.
  4. (μεταβατικό) αποδεικνύομαι, αποδείχνομαι, δείχνω σε άλλους ανθρώπους ότι είμαι συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου ή ότι έχω μια συγκεκριμένη ιδιότητα
    He proved himself (to be) a very capable person.
    Αποδείχτηκε πολύ ικανός άνθρωπος.
    In hindsight, he proved himself (to be) a fraud.
    Εκ των υστέρων αποδείχτηκε απατεώνας.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]